Βρισκόμαστε στη δεκαετία του '60 και τα αδιέξοδα στο αστικό σύστημα ολοένα και μεγαλώνουν: Το μετεμφυλιακό αυταρχικό καθεστώς εξαντλείται, ο θεσμός της βασιλείας εξελίσσεται σε εμπόδιο, η Κύπρος αποκτά προτεραιότητα, το ίδιο και η διεκδίκηση ενός πιο σημαντικού ρόλου από την ελληνική αστική τάξη στην Ανατολική Μεσόγειο, οι ΗΠΑ και οι μηχανισμοί τους είναι πάντα παρόντες. Εκφραση όλων αυτών θα είναι οι αντιπαραθέσεις μεταξύ ΕΡΕ, Ενωσης Κέντρου και Παλατιού, τα Ιουλιανά και τελικά η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967.
Από την άλλη και ο λαϊκός παράγοντας αφυπνίζεται: Το Κίνημα Ειρήνης και η δολοφονία Λαμπράκη, οι φοιτητές είναι κάθε τόσο στους δρόμους, οι οικοδόμοι «ξηλώνουν τα πεζοδρόμια», οι «Λαμπράκηδες» πρωτοστατούν σε όλα τα μέτωπα και σε αυτό του πολιτισμού, το αίτημα για τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ προβάλλεται όλο και περισσότερο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ανάμεσα σε Παρίσι, Αθήνα και Λονδίνο δεν σταματά λεπτό να γράφει μουσική. Ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου του είχε δείξει τον δρόμο. Ξέρει καλά σε ποιους θέλει να απευθυνθεί με την Τέχνη του. Θέλει να προσεγγίσει, να φωτίσει τον δρόμο του λαού που δοκιμάστηκε, «όπως δοκιμάζεται το σίδερο στη φωτιά», που τα συναισθήματά του φούσκωναν «αληθινός υπόγειος ποταμός», του λαού που είχε καταφέρει να αγγίξει, με το όπλο στο χέρι, τους πιο «τολμηρούς οραματισμούς» του...
Επιζητά να κάνει έργο κοινωνικό, έργο πολιτικό, έργο, δηλαδή, που θα απευθύνει προοδευτικά, πρωτοπόρα πολιτικά μηνύματα πλατιά στον λαό και που ταυτόχρονα θα έχει διαπαιδαγωγητικό χαρακτήρα: Θα ανεβάζει το αισθητικό, πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο του λαού, έτσι ώστε εκείνος να «συνειδητοποιεί πόσο χάος χωρίζει αυτό που είναι από αυτό που θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι!». Με αυτό το κριτήριο επεξεργάζεται τη μορφή, τις φόρμες και τεχνοτροπίες που θα υπηρετούσαν αποτελεσματικότερα τον σκοπό του.
Ξέρει ότι η πιο προωθημένη από τις τέχνες στην Ελλάδα είναι η ποίηση. Ετσι, αποφασίζει να συνενώσει τη μουσική με την ποίηση. Είπαμε, μετά τον «Επιτάφιο» τίποτα πια δεν είναι το ίδιο στον χώρο της μουσικής. Αναλογιζόμενος τη δεκαετία του '60 και την ανάπτυξη της έντεχνης λαϊκής μουσικής, σημείωνε χρόνια αργότερα: «Η άμεση σύνδεση του λαϊκού τραγουδιού με ποιητές, συνθέτες που βρίσκονταν οργανικά δεμένοι με το προοδευτικό κίνημα του λαού μας, του έδωσε μια καθαρά πολιτική διάσταση και λειτουργία. Το κατέστησε όπλο στα χέρια του μαχόμενου λαού και ιδιαίτερα της πολιτικής του πρωτοπορίας.
Ομως, αυτή η σύνδεση με τις καθαρότερες και πιο προχωρημένες κοινωνικές δυνάμεις δεν μπορούσε παρά να έχει άμεση και βαθιά επίδραση πάνω του. Πέρα από το ποιητικό κείμενο άλλαξε βαθιά και η ίδια η μορφή, η δομή και το μουσικό περιεχόμενό του. Εκείνο όμως που πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαίτερα είναι ότι όλη η εξέλιξη στον τομέα του ελληνικού τραγουδιού στην περίοδο αυτή έγινε σε άμεσο διάλογο με τον λαό. Και αυτό υπήρξε το χαρακτηριστικό και το μυστικό της επιτυχίας του. Αυτή η ζωντανή επαφή το προφύλαξε ακόμα και από την αποξήρανση...».
Κάνοντας τη μεγάλη ποίηση τραγούδι κατόρθωσε να «ξεκλειδώσει» τα μυστικά της. «Κάνοντας τραγούδι και βάζοντας στα χείλη του λαού τη μεγάλη ποίηση, είναι σαν να του πρόσφερα αυτό το σπάνιο κλειδί να ανοίξει τις μεγάλες πόρτες και να μπει στον μαγικό κόσμο της λόγιας τέχνης».
Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Ρίτσος, Κώστας Βάρναλης, Νίκος Γκάτσος, Οδυσσέας Ελύτης, Τάσος Λειβαδίτης, Δημήτρης Χριστοδούλου, Brendan Behan σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μιχάλης Κατσαρός, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννης Θεοδωράκης είναι μερικοί μόνο από τους ποιητές που μελοποίησε εκείνη την περίοδο.