Και πώς μπορεί, κανείς, άραγε να χαρακτηρίσει με λίγα λόγια αυτό που ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης; Θα το επιχειρήσουμε δανειζόμενοι τα λόγια του άλλου «μεγάλου» της μουσικής μας, του Μάνου Χατζιδάκι: «Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας ποταμός σπανίων μελωδιών, που έχει βαθιές τις ρίζες του στον αραβικό χώρο κι όχι μόνο στην Κρήτη. Από την Κρήτη πήρε την επική μεγαλοστομία και λεβεντιά που σφραγίζει τους ρυθμούς του. Απ' τα νησιά του Αιγαίου τη χάρη του και τη λεπτεπίλεπτη δεξιοτεχνία του. Κι από τη βόρεια Ελλάδα τους βαθείς αναστεναγμούς της μουσικής του...».
Τα παραπάνω μπορεί κανείς να τα αντιληφθεί, αν ανατρέξει στην παιδική ζωή του συνθέτη. Γεννήθηκε το 1925 στη Χίο, όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η κρητική καταγωγή του πατέρα του αλλά και οι Μικρασιάτες πρόγονοι από την πλευρά της μητέρας του τον καθορίζουν ουσιαστικά. Ελεγε, μάλιστα, ότι από έναν πρόγονό του, τον Θεοδωρομανώλη, ξακουστό λυράρη στην Κρήτη των τελών του 1800, πήρε την έφεσή του για τη μουσική.
Στα παιδικά του χρόνια γνώρισε πολλές μετακινήσεις λόγω της δουλειάς του πατέρα του. Χίος, Μυτιλήνη, Σύρος, Αθήνα, Γιάννενα, Κεφαλονιά, Πάτρα, Πύργος, Τρίπολη μέχρι το 1943 και στη συνέχεια Αθήνα. Λόγω των μετακινήσεων δεν μπόρεσε να δεθεί με κάποια περιοχή, να αποκτήσει παιδικούς φίλους. «Ημουν κλεισμένος σε τρεις κύκλους. Πρώτος ήταν ο οικογενειακός κύκλος... Μου έδωσε μεγάλη χαρά και ευτυχία, για την οποία ευγνωμονώ τους δικούς μου. Δηλαδή ό,τι γεύση ευτυχίας έχω στη ζωή μου, την έχω από την οικογένειά μου. Ενα οικογενειακό περιβάλλον που βασίλευε η μεγάλη αγάπη, η χαρά, η ευτυχία, η αλληλεγγύη, το τραγούδι, το κέφι». Ο δεύτερος κύκλος ήταν οι δημόσιοι υπάλληλοι και ο τρίτος οι Κρητικοί.
Αυτή η αίσθηση της «απομόνωσης» που βιώνει σαν παιδί, είναι και ένας από τους λόγους που τον οδηγούν στη μουσική. Εκεί, βρίσκει «καταφύγιο», αν και όπως ο ίδιος μαρτυρά, στην αρχή η σχέση του με τη μουσική υπήρξε μαρτυρική. Κι αυτό γιατί, ενώ για κάθε άλλη παιδική απορία ή ανησυχία υπήρχε μια απάντηση, εντούτοις για τη μουσική δεν υπήρχε καν ερώτημα. «Τόσο απίθανο και ξένο ήταν, τουλάχιστον στο περιβάλλον μου, το λειτούργημά της...». Παρ' όλα αυτά, οι μελωδίες της Φιλαρμονικής του δήμου Αργοστολίου, η θέα ενός πιάνου - από τα ελάχιστα μιας μικρής επαρχιακής πόλης - τον σημαδεύουν. Οι γονείς του κάποια Πρωτοχρονιά τού κάνουν δώρο ένα βιολί. «Αυτό ήταν ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής μου».
Αρχές του '40 άκουσε την 9η του Μπετόβεν στον κινηματογράφο. «Ηταν πραγματικά ένας κεραυνός! Κεραυνός! Επεσα κεραυνόπληκτος, αρρώστησα!». Ο πατέρας του, αν και δεν ήθελε να γίνει ο γιος του μουσικός, κατάλαβε ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Το 1943, ερχόμενος στην Αθήνα, περνά την πόρτα του Ωδείου Αθηνών. Εκεί, ευτύχησε να γνωρίσει τον αληθινό του δάσκαλο, όπως τον αποκαλούσε, τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. «Δεν υπάρχει, νομίζω, για έναν μουσικό, βαθύτερο, ηδονικότερο, δυνατότερο συναίσθημα από τη στιγμή που ανακαλύπτει τη μουσική. Αυτές οι στιγμές είχαν τα μαγικά ονόματα του Μπαχ, του Χέντελ, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν, του Μπερλιόζ, του Βάγκνερ... Μια απέραντη χαρά και ευγνωμοσύνη για ό,τι μας χάρισαν. Και μια δίψα ανελέητη να μάθουμε τη γλώσσα τους, να βρούμε τα κλειδιά για να ανοίξουμε τους μουσικούς δρόμους των ήχων...».