Skip to content
1

«Αυτή τη μουσική τοιχογραφία να τη λογαριάζει ο λαός ως κάτι εντελώς δικό του»

«Επλασα σιγά σιγά μέσα μου το μεγάλο ιδανικό της ζωής μου: Να δημιουργήσω μεγάλες ηχητικές τοιχογραφίες, όμως με υλικά απόλυτα ζωντανά, με αναγκαιότητα και αλήθεια, πλουτίζοντας τη μουσική μου γλώσσα με κάθε καινούρια τεχνική προσφορά - ακόμα προσπαθώντας, αν το μπορώ, να προωθήσω αυτήν την τεχνική. Ομως, το πιο σπουδαίο, ήθελα τη μεγάλη αυτή μουσική τοιχογραφία να τη νιώθει όλος ο λαός, να την αγαπά όλος ο λαός, να τη λογαριάζει ως κάτι εντελώς δικό του, που βγαίνει απ' αυτόν, που απευθύνεται σ' αυτόν».

Αυτό ήθελε να πετύχει ο Μίκης Θεοδωράκης και το πέτυχε... Σε τούτο το μικρό αφιέρωμα θα περιηγηθούμε σε μεγάλες του στιγμές τη δεκαετία του '60.

«Αξιον Εστί» - «Ο,τι καρτερούσα για να επενδύσω μουσικά τα βιώματά μου»
«Με το "Αξιον Εστί" αισθάνομαι ότι έφτασα σε ένα τέρμα που συγχρόνως είναι - πρέπει να είναι - μια αρχή. Θα αναλογίζεται κανείς γιατί επέλεξα να μελοποιήσω το ποίημα αυτό... Η μουσική του υπήρχε μέσα μου. Είχε γεννηθεί στην ψυχή μου από καιρό. Εξέφραζε τα βιώματά μου από την κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο. Το ποίημα του Ελύτη, έχοντας σαν περιεχόμενο τα βιώματα της Αλβανίας, της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου, μου έδωσε ότι καρτερούσα για να επενδύσω μουσικά τους προβληματισμούς και τα βιώματά μου», αναφέρει ο Μ. Θεοδωράκης για το κορυφαίο έργο του.

Ενώ από τη μεριά του ο Οδυσσέας Ελύτης σε κείμενό του στην «Επιθεώρηση Τέχνης» γράφει: «Με βοήθησε να δω ένα ποίημα που ως τότε το έθρεφα στις φασκιές του ατομικού βιβλίου και της ιδιωτικής κάμαρας μακριά, στην απόσταση που δίνει - με την παρεμβολή μιας άλλης προσωπικότητας... Σαν παιδί που ανδρώθηκε, όπως θα λέγαμε και αισθάνθηκε ικανό να πάρει τους δρόμους μοναχό του. Είναι ευτύχημα ότι στους δρόμους που πήρε συναντήθηκε με τα αισθήματα χιλιάδων ανθρώπων που ξέρουν να τραγουδούν ό,τι αγαπούν, και που για αυτών τα στόματα ήταν, από μιας αρχής, προορισμένο».

«Ρωμιοσύνη» και η πρώτη λαϊκή συναυλία

1966

Η «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου φτάνει στα χέρια του Μίκη Θεοδωράκη από μια επιτροπή αποτελούμενη από γυναίκες, μητέρες και κόρες κρατουμένων στις φυλακές, αρκετά χρόνια πριν τη μελοποίησή της. Ζητούσαν να βγει ένας δίσκος, για να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη σχετικά με το ζήτημα. 

Τα ποιήματα ξεχάστηκαν, μέχρι που στις αρχές του 1966 ο Θεοδωράκης γυρνώντας από μια συγκέντρωση στον Πειραιά που δέχτηκε μεγάλη καταστολή, τα βρίσκει πάνω στο αναλόγιο του πιάνου του. Η «Ρωμιοσύνη» μελοποιείται μέσα σε μια ώρα. «Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο "Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό...", κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα, και συνέθεσα μονορούφι τη "Ρωμιοσύνη"».

Το ίδιο καλοκαίρι αποφασίζεται να γίνει το μεγάλο βήμα και να πραγματοποιηθεί η πρώτη Λαϊκή Συναυλία σε ανοιχτό χώρο. Οι μικρές αίθουσες πια δεν τους χωρούν. Επιλέγεται το γήπεδο της ΑΕΚ. Η αστυνομία και οι χαφιέδες κάνουν τα πάντα για να εμποδίσουν τον κόσμο να παραστεί. Εκφοβίζουν, απειλούν, μέχρι και ρεύμα έκοψαν, με αποτέλεσμα να σταματήσουν οι συρμοί του Ηλεκτρικού μέσα στα τούνελ.

Διηγείται χαρακτηριστικά ο Μίκης: «Εμείς με τον Ρίτσο βγαίναμε απ' τα αποδυτήρια στο γήπεδο, που ήταν ακόμα άδειο. Κοιτάζαμε τον ουρανό και σαν μέλη κάποιου φανταστικού αρχαίου χορού φωνάζαμε μισοαστεία - μισοσοβαρά: Ελα Λαέ! Νίκησε Λαέ! Λαέ, δείξε τη δύναμή σου! Και από μέσα οι γυναίκες μας να μας μαλώνουν, μήπως και μας ακούσει κανείς και μας περάσει για τρελούς... φαίνεται όμως πως οι προσευχές μας εισακούσθηκαν, γιατί αιφνιδίως το στάδιο γέμισε. Λες και ήταν συνεννοημένοι, όρμησαν όλοι μαζί, γυναίκες, άντρες, παιδιά. Ξεχύθηκαν απ' τα σοκάκια και τα στενά... Παραμέρισαν τη φανερή και τη μυστική τρομοκρατία και έγιναν στην αρχή ένα χαρούμενο, πολύβουο πλήθος, που μας γέμισε αγαλλίαση και αμέσως μετά ένα σιωπηλό, παλλόμενο εσωτερικά εκκλησίασμα».

Μεγάλα τραγούδια στη μεγάλη οθόνη

2

Ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η Αλίκη Γεωργούλη αφηγούνται τη φτώχεια στα «μικρά κι ανήλιαγα στενά» της συνοικίας του Ασυρμάτου, στη θρυλική ταινία «Συνοικία το Ονειρο». Ο Θεοδωράκης γράφει τη συγκλονιστική μουσική του «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη, που είχε γράψει το σενάριο μαζί με τον Κοτζιά, και ερμηνεύει ο Μπιθικώτσης. Η ταινία πετσοκόβεται από τη λογοκρισία και καίγονται τα κομμένα αρνητικά του φιλμ. Οι προβολές απαγορεύονται. Είναι το 1961.

Την επόμενη χρονιά η Μελίνα θα τραγουδήσει «Αγάπη μου» σε στίχους Γιάννη Θεοδωράκη στη «Φαίδρα» του Ζυλ Ντασέν, η συνεργασία του συνθέτη με τον Μιχάλη Κακογιάννη ξεκινά με την «Ηλέκτρα», που βασίστηκε στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη και η Εντίθ Πιαφ θα τραγουδήσει την «Ομορφη πόλη» στην ταινία «Οι Εραστές της Τερουέλ» του Ρεϊμόντ Ρουλό.

Ο ίδιος αναφέρει ότι μέσα από τη συνεργασία του με τον Κακογιάννη μπόρεσε να αντιληφθεί τι σημαίνει μουσική για τον κινηματογράφο: «Με την "Ηλέκτρα" μπορώ να πω ότι άνοιξε η πόρτα της αληθινής μουσικής για τον κινηματογράφο. Δηλαδή μιας μουσικής ενταγμένης λειτουργικά στην αντίληψη του σκηνοθέτη, όσο ενταγμένη θα έπρεπε να είναι η ερμηνεία των μουσικών και η κάμερα του εικονολήπτη. Μια μουσική γυμνή όσο το άγονο τοπίο με τα πέτρινα ανάκτορα και παράλληλα δραματική, βίαιη, σπαρακτική, σαν προέκταση των χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, έπρεπε να δημιουργήσω έναν μουσικό και ευρύτερο ηχητικό κόσμο, τον οποίον ο σκηνοθέτης θα χρησιμοποιούσε όπως ακριβώς καθοδηγούσε την κάμερα και τους ηθοποιούς του».

Το 1964 ο Μιχάλης Κακογιάννης γυρίζει τον «Αλέξη Ζορμπά», που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη και η μουσική του Μίκη γίνεται γνωστή στα πέρατα της Γης, μέχρι σήμερα. Την επόμενη χρονιά, «Το μπλόκο» του Αδωνι Α. Κύρου, μια από τις σπουδαιότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, έχει την υπογραφή του Θεοδωράκη στη μουσική.

Το Χόλιγουντ αναγνωρίζει το ταλέντο του και τον καλεί να εγκατασταθεί εκεί. Αυτός, όπως έλεγε, «...δεν μπορούσε να αφήσει τον γάμο για πουρνάρια», «όπου γάμος φυσικά ήταν το κίνημα των Λαμπράκηδων...».

Σε πήρε η Λευτεριά...

3

Ηταν 21 Ιούλη του 1965, όταν έγινε μια μεγάλη συγκέντρωση στα Προπύλαια, κυρίως από φοιτητές και οικοδόμους, ενάντια στο παλατιανό πραξικόπημα και την αντιλαϊκή πολιτική της Ενωσης Κέντρου. Στην πορεία που ακολούθησε, πραγματοποιήθηκε όργιο καταστολής. Ο απολογισμός είναι αμέτρητοι τραυματίες και ανάμεσά τους ένας νεκρός: Ο 23χρονος φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής και στέλεχος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, Σωτήρης Πέτρουλας.

Η δολοφονία του δεν θα έμενε αναπάντητη κι αυτό ήταν κάτι που το γνώριζαν οι μηχανισμοί του αστικού κράτους, γι' αυτό και προσπάθησαν να την κουκουλώσουν από την πρώτη στιγμή και να τον θάψουν στα κρυφά. Ο Θεοδωράκης, τότε βουλευτής της ΕΔΑ, μαζί με τους Λαμπράκηδες ψάχνουν τη σορό. Μαθαίνουν πως βρίσκεται στο Γ' Νεκροταφείο. Ο Μίκης μαζί με τους συγγενείς, τους Λαμπράκηδες και τον λαό της Κοκκινιάς φυλάει το άταφο σώμα του Πέτρουλα και τη μεθεπόμενη εκφωνεί τον επικήδειο.

Στην κηδεία τραγουδιέται και το τραγούδι που έγραψε ο Μίκης ανήμερα της δολοφονίας. «Αυτό ήταν κάτι απόλυτα πολιτικό. Δηλαδή η σύνδεση της τέχνης, της ποίησης, της επανάστασης, του θανάτου, όλα μαζί συνδυασμένα». Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1966 με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη από ζωντανή ηχογράφηση σε συναυλία στη Μόσχα, ενώ περιεχόταν και σε δίσκο που δόθηκε από σοβιετικό περιοδικό.